αλειπτικός

αλειπτικός
-ή, -ό (Α ἀλειπτικός) [ἀλείπτης]
νεοελλ.
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλείπτη*
2. ο ασκημένος, ο εκπαιδευμένος κάτω από την επίβλεψη τού αλείπτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀλειπτικά — ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc pl ἀλειπτικά̱ , ἀλειπτικός of fem nom/voc/acc dual ἀλειπτικά̱ , ἀλειπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικώτερον — ἀλειπτικός of adverbial comp ἀλειπτικός of masc acc comp sg ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικόν — ἀλειπτικός of masc acc sg ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικούς — ἀλειπτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικῆς — ἀλειπτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικήν — ἀλειπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικῶς — ἀλειπτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”